- λεπτόπυγος
- λεπτό-πῡγος, ον,A with a thin πυγή, Sch.Ar.Eq.1365.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόπυγος — λεπτόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό πυγος, ροδό πυγος] … Dictionary of Greek
λεπτοπύγοις — λεπτόπυγος with a thin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοπύγων — λεπτόπυγος with a thin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek